- χιονοβολώ
- -έω, Νβλ. χιονοβολούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονοβολώ — χιονίζω, σκεπάζω με χιόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χιονοβολούμαι — χιονοβολοῡμαι, έομαι, ΝΑ, και τ. ενεργ. χιονοβολώ, έω, Ν καλύπτομαι με χιόνι νεοελλ. (το ενεργ.) ρίχνω χιόνι, καλύπτω με χιόνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβόλος. Η λ. στη νεοελλ. στον λόγιο ενεργ. τ. χιονοβολῶ, έω, μαρτυρείται από το 1887, στην εφημερίδα … Dictionary of Greek
χιονοβολή — η, Ν βολή με χιονόμπαλα, χιονοπόλεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Σύλλογος] … Dictionary of Greek
χιονοβόλημα — το, Ν χιονοβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονοβολώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην ερημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek